Κάθομαι πάνω στην κοραλλί σεζλόνγκ. Έχω στρώσει μια θαλασσί - μπλε Benetton πετσέτα. Οι μαύρες παντόφλες μου είναι δεξιά, δίπλα στον πράσινο σάκο μου. Ένα λευκό τραπεζάκι με τέσσερις εσοχές, μία σε κάθε γωνία, αριστερά, κάτω από μια άσπρη ομπρέλα που με προφυλάσσει από έναν ήλιο, που χάθηκε ήδη, πίσω από το βουνό. Η παραλία αποτελείται από έναν μικρό κολπίσκο με άμμο, δυο λευκά, ένα μπλε, και ένα κόκκινο ποδήλατο θαλάσσης. Μπροστά και δεξιά, υπάρχει ένα δεμένο ιστιοφόρο με τα πανιά του μαζεμένα. Το δέρνουν τα κύματα και έτσι μία σηκώνει ψηλά στον ουρανό την πρύμνη και μία, την πλώρη. Ο ουρανός πέρα από τον ορίζοντα, είναι διαστρωματωμένος. Ξεκινά από θαλασσί επάνω, συνεχίζει σε όλους τους τόνους του πορτοκαλί και του κόκκινου και ακουμπά το νερό, με μια ελαφριά γαλάζιο-κίτρινη συννεφί ζώνη. Οι άνθρωποι μοιάζουν με τους γλάρους, απέναντι σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Οι γλάροι λοιπόν, από μακριά κοιτάζοντας τους, φαίνονται μαύροι, μα από κοντά είναι φυσικά λευκοί. Έτσι και οι άνθρωποι στο αντίθετο μοτίβο. Εμφανίζονται πάντα κόντρα στον ήλιο και κρύβουν αυτό που είναι.
Η ζωή μας, είναι σαν ένα έγχορδο όργανο. Πάντα θα λείπει μια χορδή και πάντα θα προσπαθούμε να αποδώσουμε το έργο της ζωής μας, αγνοώντας τις απώλειες. Θα πρέπει να ξεχνάμε τι λείπει και να σκεφτόμαστε, που θέλουμε να πάμε. Ποια μελωδία θα συγγράψουμε, σύμφωνα με τις χορδές που έχουμε. Σίγουρα κάποια βράδια, θα παρατηρούμε εντονότερα την χορδή που λείπει. Θα προσπαθούμε να βάλουμε μια καινούργια και θα παιδευόμαστε από τον νέο ήχο. Το φαλτσάρισμα από την αγγελική απόδοση, απέχει από το πόσο δυνατά κρατά η ψυχή μας.
-Με σκέφτεσαι; ρώτησες.
-Εξαρτάται.
-Από τι; ακούστηκε η φωνή σου.
-Υπόσχεσαι να μην ξαναγυρίσεις;
-Ναι. Κατσούφιασες.
-Τότε ναι. Σίγουρα ναι.
-Δεν σου λείπουν οι λέξεις μου; Δεν σου λείπει η παρουσία μου;
-Όχι. Έχει σκοτάδι έτσι και αλλιώς κάθε βράδυ. Γιατί να μην ξημερώνει και την ημέρα;
-Αυτό ήμουν;
-Ήσουν κάτι άλλο. Όχι απαραίτητα κακό. Όχι το άλλο μου μισό. Όχι η απαραίτητη ποσότητα οξυγόνου που χρειάζονται τα χείλη μου, για να το βαφτίσουν αναπνοή.
-Να φύγω; Απάντησες, χαμηλώνοντας τη φωνή.
-Μα δεν είσαι έτσι και αλλιώς εδώ.
-Κάπου, κάπου σε σκέφτομαι.
-Προτιμώ την παραμόρφωση του ήχου, χωρίς χορδή.
-Δηλαδή δεν με νοιάζεσαι;
-Ο πνιγμός, είναι ένα ατομικό παιχνίδι μικρή μου. Όταν ένα σκάφος βυθίζεται, ο πανικός από το νερό που κατακλύζει τον πνεύμονα σου, δεν σε αφήνει να χαζέψεις τριγύρω.
-Εμένα μου λείπεις που και που. Είχα τόσα να σου πω ακόμη.
-Οι λέξεις σου είναι μια άγρια θάλασσα. Μια πλημμύρα χωρίς προειδοποίηση και εγώ έχω ανάγκη την άμμο. Να βρω κοράλλια, να φτιάξω κάστρα, να ζεσταθώ στον ήλιο.
-Δεν θα ξαναμιλήσω.
-Ξημερώνει και ξέρω πως θα χαθείς. Δεν με λυπεί πια η απουσία σου. Με θλίβει η επιλογή μου.
-Που με άφησες να φύγω;
-Που σε άφησα να έρθεις.
-Καληνύχτα.
-Καλημέρα.
Η μελωδία, ήχησε σαν άρπισμα του ήλιου. Ζέστανε την βρεγμένη άμμο. Οι γλάροι, εμφανίστηκαν και άφησα μια ανάσα ανακούφισης. Η γαλάζια θάλασσα, έδειχνε τα λίγα σημεία της, που είχαν φύκια. Ο λιγοστός αέρας, μίκρο-στροβίλιζε τα θαλάσσια ποδήλατα. Η γαλάζια σημαία πάνω από την ομπρέλα, με χαιρετούσε, σαν παλάμη που κινείται συνέχεια αντίρροπα. Τελείωσα το τσιγάρο μου και έβγαλα την μπλούζα μου. Βούτηξα, σαν να είχα έρθει από αποστολή στην έρημο. Τι όμορφη μέρα. Μια τόσο όμορφη μέρα, είχε μόλις ξεκινήσει.