Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Άγρια θάλασσα οι σκέψεις σου




 
        Έχω την ανάγκη να ακούσω την φωνή σου. Όχι τις λέξεις. Θέλω να ακούσω την φωνή σου. Τις λέξεις σου, τις κουβαλώ ακόμη μέσα μου, σαν περιστέρι που έφαγε όλο το δηλητηριασμένο ψωμί που του πέταξαν και αιμορραγεί πίκρα, από τα μικρά φτερά του. Δεν έλεγχα το ράμφος μου. Τσιμπούσα τις λέξεις σου με μανία. Βέβαια, δεν θυμάμαι πολλά. Δεν θέλω να θυμάμαι. Τις λέξεις σου, τις κρύβω μέσα μου. Τις τυλίγω κάτω από τα φτερά μου και έτσι ξεχνώ την ύπαρξη τους. Κάποιες βραδιές που αισθάνομαι σκληρός, σαν πέτρινος τοίχος, λέω στον εαυτό μου πως είμαι ένα άγριο καφέ γεράκι και σου επιτρέπω να εισβάλεις, στο ηχητικό μου πεδίο. Σε ξανακούω να παραληρείς. Να ξερνάς φορτισμένα φωνήεντα και πεθαμένα άρθρα, τείνοντας τον δείκτη. Ακρωτηριασμένα επίθετα και γυμνούς συνδέσμους, χωρίς συνέχεια. Πιάνω τον εαυτό μου να υποχωρεί. Αισθάνομαι σαν δύτης, κλεισμένος σε ένα κλουβί στον πάτο της θάλασσας, να παρατηρεί την επίθεση ενός κοπαδιού από λευκούς, άγριους καρχαρίες. Να χτυπούν πάνω στο κλουβί με το σώμα και τις ουρές τους. Να δαγκώνουν τα κάγκελα και να φαίνονται τα ροζ ούλα τους. Να αγκιστρώνονται τα δόντια τους και να τραντάζουν το κλουβί με μανία. Δεν θα χρησιμοποιήσω το μαχαίρι που κρύβω στο πόδι. Απλά στέκομαι όρθιος και παρακολουθώ.
         Κάθομαι πάνω στην κοραλλί σεζλόνγκ. Έχω στρώσει μια θαλασσί - μπλε Benetton πετσέτα. Οι μαύρες παντόφλες μου είναι δεξιά, δίπλα στον πράσινο σάκο μου. Ένα λευκό τραπεζάκι με τέσσερις εσοχές, μία σε κάθε γωνία, αριστερά, κάτω από μια άσπρη ομπρέλα που με προφυλάσσει από έναν ήλιο, που χάθηκε ήδη, πίσω από το βουνό. Η παραλία αποτελείται από έναν μικρό κολπίσκο με άμμο, δυο λευκά, ένα μπλε, και ένα κόκκινο ποδήλατο θαλάσσης. Μπροστά και δεξιά, υπάρχει ένα δεμένο ιστιοφόρο με τα πανιά του μαζεμένα. Το δέρνουν τα κύματα και έτσι μία σηκώνει ψηλά στον ουρανό την πρύμνη και μία, την πλώρη. Ο ουρανός πέρα από τον ορίζοντα, είναι διαστρωματωμένος. Ξεκινά από θαλασσί επάνω, συνεχίζει σε όλους τους τόνους του πορτοκαλί και του κόκκινου και ακουμπά το νερό, με μια ελαφριά γαλάζιο-κίτρινη συννεφί ζώνη. Οι άνθρωποι μοιάζουν με τους γλάρους, απέναντι σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Οι γλάροι λοιπόν, από μακριά κοιτάζοντας τους, φαίνονται μαύροι, μα από κοντά είναι φυσικά λευκοί. Έτσι και οι άνθρωποι στο αντίθετο μοτίβο. Εμφανίζονται πάντα κόντρα στον ήλιο και κρύβουν αυτό που είναι.   
        Η ζωή μας, είναι σαν ένα έγχορδο όργανο. Πάντα θα λείπει μια χορδή και πάντα θα προσπαθούμε να αποδώσουμε το έργο της ζωής μας, αγνοώντας τις απώλειες. Θα πρέπει να ξεχνάμε τι λείπει και να σκεφτόμαστε, που θέλουμε να πάμε. Ποια μελωδία θα συγγράψουμε, σύμφωνα με τις χορδές που έχουμε. Σίγουρα κάποια βράδια, θα παρατηρούμε εντονότερα την χορδή που λείπει. Θα προσπαθούμε να βάλουμε μια καινούργια και θα παιδευόμαστε από τον νέο ήχο. Το φαλτσάρισμα από την αγγελική απόδοση, απέχει από το πόσο δυνατά κρατά η ψυχή μας. 
-Με σκέφτεσαι; ρώτησες.
-Εξαρτάται.
-Από τι; ακούστηκε η φωνή σου. 
-Υπόσχεσαι να μην ξαναγυρίσεις;
-Ναι. Κατσούφιασες.
-Τότε ναι. Σίγουρα ναι.
-Δεν σου λείπουν οι λέξεις μου; Δεν σου λείπει η παρουσία μου;
-Όχι. Έχει σκοτάδι έτσι και αλλιώς κάθε βράδυ. Γιατί να μην ξημερώνει και την ημέρα;
-Αυτό ήμουν;
-Ήσουν κάτι άλλο. Όχι απαραίτητα κακό. Όχι το άλλο μου μισό. Όχι η απαραίτητη ποσότητα οξυγόνου που χρειάζονται τα χείλη μου, για να το βαφτίσουν αναπνοή. 
-Να φύγω; Απάντησες, χαμηλώνοντας τη φωνή.
-Μα δεν είσαι έτσι και αλλιώς εδώ.
-Κάπου, κάπου σε σκέφτομαι.
-Προτιμώ την παραμόρφωση του ήχου, χωρίς χορδή. 
-Δηλαδή δεν με νοιάζεσαι;
-Ο πνιγμός, είναι ένα ατομικό παιχνίδι μικρή μου. Όταν ένα σκάφος βυθίζεται, ο πανικός από το νερό που κατακλύζει τον πνεύμονα σου, δεν σε αφήνει να χαζέψεις τριγύρω.
-Εμένα μου λείπεις που και που. Είχα τόσα να σου πω ακόμη.
-Οι λέξεις σου είναι μια άγρια θάλασσα. Μια πλημμύρα χωρίς προειδοποίηση και εγώ έχω ανάγκη την άμμο. Να βρω κοράλλια, να φτιάξω κάστρα, να ζεσταθώ στον ήλιο. 
-Δεν θα ξαναμιλήσω. 
-Ξημερώνει και ξέρω πως θα χαθείς. Δεν με λυπεί πια η απουσία σου. Με θλίβει η επιλογή μου.
-Που με άφησες να φύγω;
-Που σε άφησα να έρθεις. 
-Καληνύχτα.
-Καλημέρα. 
          Η μελωδία, ήχησε σαν άρπισμα του ήλιου. Ζέστανε την βρεγμένη άμμο. Οι γλάροι, εμφανίστηκαν και άφησα μια ανάσα ανακούφισης. Η γαλάζια θάλασσα, έδειχνε τα λίγα σημεία της, που είχαν φύκια. Ο λιγοστός αέρας, μίκρο-στροβίλιζε τα θαλάσσια ποδήλατα. Η γαλάζια σημαία πάνω από την ομπρέλα, με χαιρετούσε, σαν παλάμη που κινείται συνέχεια αντίρροπα. Τελείωσα το τσιγάρο μου και έβγαλα την μπλούζα μου. Βούτηξα, σαν να είχα έρθει από αποστολή στην έρημο. Τι όμορφη μέρα. Μια τόσο όμορφη μέρα, είχε μόλις ξεκινήσει.