Καθόμαστε αντικρυστά. Σε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Με κεριά στην μέση, που μπερδεύουν την εικόνα και αποπνέουν αλκοολικό νυχτερινό μαραθώνιο. Σαν μονομάχοι στην πιο άγρια αρένα που υπήρξε ποτέ. Εκεί που πρέπει να πεθάνει ο εγωισμός. Ίσως ο πιο άγριος και αιμοδιψείς δολοφόνος που υπήρξε ποτέ. Θα αντισταθεί σκληρά. Θα παλέψει με τους πιο αδίστακτους τρόπους και στο τέλος, ένας από μας, θα στέκεται όρθιος. Σηκώνω το βλέμμα και λείπεις. Κλείνω τα μάτια και κάθεσαι εκεί, με πύρινη θέληση, για επικράτηση. Σηκώνεις το βλέμμα και λείπω. Με νιώθω να καραδοκώ, πίσω από την κουρτίνα, σαν πεινασμένη νυχτερίδα. Κλείνεις τα μάτια και περπατώ μέσα στο δωμάτιο. Τα καφέ δερμάτινα παπούτσια μου, παράγουν εκείνη την δρύινη κραυγή, που αφήνει το ξύλινο παρκέ.
Ο μονομάχος Εγωισμός, σήκωσε το δάχτυλο και με έδειξε. Μου έδωσε πρόσβαση σε όλο το οπλοστάσιο του. Ξεχύθηκα πάνω σου. Με την μανία της λύπης. Με την ένταση της σιωπής. Είχα ανυπομονησία κρυμμένη στα μάτια. Κυλούσα. Επιτάχυνα. Σαν νταλίκα με σπασμένα φρένα και κολλημένο τιμόνι. Κατηφόριζα για εκεί. Προς τη μεγάλη αρένα. Καθόμουν στην καμπίνα και δεν κοιτούσα μπροστά. Δεν θυμόμουν τίποτα. Μόνο μια ερώτηση κρατούσα. "Μ 'αγαπάς;" και μια απάντηση "Μέχρι εκεί που δεν έχει φως". Το ένα παράθυρο ήταν ανοιχτό και έξω μύριζε λάσπη και φρέσκο, πατημένο χιόνι. Πέρασα αρκετές φορές από εκεί που νόμιζα πως ήταν το τέλος. Ξαναπέρασα για να βεβαιωθώ πως είχα χαθεί. Τα μάτια μου έψαχναν κάτι γνωστό. Κάτι οικείο. Σαν εκδρομή νάνων, στο χωριό με τους ουρανοξύστες ένιωθα.
Σε έψαξα, με έψαξες. Σε γύρεψα, με γύρεψες. Σε έχασα, με έχασες. Σιωπή. Δε σε έψαξα, δεν με έψαξες. Δεν σε γύρεψα, δεν με γύρεψες. Δεν σε έχασα, δεν με έχασες. Αληθινή σιωπή. Δυο αλήθειες που ο καθένας θα αρπάξει τη δική του. Ένα κυνήγι είναι η ζωή μικρέ μου. Ένα αλισβερίσι πληρωμένου έρωτα, κάπου στην σκοτεινή οδό, Σωκράτους. Σκεφτόμουν που θα μπορούσα να σου κρυφτώ. Κάπου μακριά. Κάτι από διαστρικό Πινγκ πονγκ. Πίσω από το κόκκινο ουρανό, πέρα από το σκοτεινό κουκούλι της αστρικής φωλιάς. Περνώ μέσα από τα αστέρια και βλέπω τον έναστρο ουρανό σαν κατάφωτη χωματερή. Με ρούφηξαν μαύρες τρύπες. Με ξέρασαν ηλιακές καταιγίδες. Με ταξίδεψαν άνεμοι και με πότισαν μαύρα σύννεφα, σαν στάλες, σαν βροχή σε ξεχασμένους ορυζώνες. Σε κουβάλησα παντού μέσα μου. Σαν κομμάτι, από τα κομμάτια μου. Κρύβω πολλή σκοτεινιά μέσα μου. Τόση, που όπου και αν κοιτάξω, σκιάζω με σιωπή.
Ταΐζω τον εγωισμό μου, πετώντας κρέας σε σκυλιά ντυμένα κλόουν. Με μαχητές μαϊμούδες, που κρατούν αναμμένα κεριά, σε καρναβαλικό άρρωστο χορό. Παίξαμε και χάσαμε. Χάσαμε γιατί παίζαμε κρυφτό τελικά. Υψώσαμε τείχη και μετρήσαμε αντίστροφα, μέχρι που ξεχαστήκαμε. Κοιτάξαμε τριγύρω και η επιτυχία ήταν ο κρυφός άσσος, στο μανίκι του μονομάχου Εγωισμού. Χάσαμε, γιατί μετρούσαμε αντίστροφα, με μάτια ανοιχτά......